αλλότυπος

αλλότυπος
ος , ον несходный, отличающийся по форме, отличный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αλλότυπος" в других словарях:

  • αλλότυπος — η, ο (Μ ἀλλότυπος, ον) αυτός που έχει άλλο σχήμα, άλλη μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + τύπος] …   Dictionary of Greek

  • αλλο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με τη λ. άλλος. Το αλλο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως τη σημασία τού «διαφορετικός, αλλιώτικος,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»